καρροπηγός

καρροπηγός
καρροπηγός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής κάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + -πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο-πηγός, ναυ-πηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρματοπηγός — ἁρματοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”